ροβολώ

ροβολώ
-άω, Ν
1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα'ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι
β. «και ροβολούν κατάραχα τ' αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.)
2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου
3. βαδίζω, περπατώ, περιδιαβάζω («η κλεφτουριά τ
αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους», δημ. τραγούδι
4. φθάνω, προσέρχομαι κάπου («ροβολούν τα παληκάρια, λεβεντόπαιδα», Κρυστάλλ.)
5. (για πράγμ.) κυλώ ορμητικά, κατρακυλώ («ροβολώντας απ' τα κορφινά ένα θεόρατο κοντρί σταμάτησε καταμεσίς στό δρόμο και τόν έφραξε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. ροβολώ έχει προέλθει από έναν τ. *ρεβο-βολώ (< ρέβω «καταρρέω» + -βολώ*) με απλολογία (πρβλ. αμφι-φορεύς: αμφορεύς). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες το ρ. προέρχεται από τ. άλλων γλωσσών όπως: ιταλ. rubellare ή γαλλ. rebeller «επαναστατώ» ή ιταλ. rivolare «τρέχω, επιστρέφω γρήγορα» ή βεν. rugolar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροβολώ — κατεβαίνω τρέχοντας από ένα ψηλό μέρος σε χαμηλότερο: Οτσοπάνης ροβόλαγε, για να συγκρατήσει τα σκυλιά. Ουσ. ροβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ροβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροβολητά — Ν επίρρ. με κατολίσθηση, κατρακυλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ, μέσω ενός ρηματ. επιθ. ροβολητός] …   Dictionary of Greek

  • ροβολιστά — Ν επίρρ. με ροβόλισμα, κατρακυλιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ροβολιστός] …   Dictionary of Greek

  • ροβόλημα — το, Ν [ροβολώ] 1. το να ροβολάει κανείς, να κατεβαίνει στην πλαγιά, κάθοδος από ύψωμα 2. κατρακύλισμα 3. εφόρμηση από πάνω προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • ροβόλισμα — το, Ν το να σπρώχνει κανείς κάτι για να ροβολήσει, για να κατρακυλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ρόβολος — ο, Ν κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει < *ρεβό βολος (< ρέβω «γίνομαι ερείπιο, καταρρέω» + βόλος < βάλλω) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς), βλ. και λ. ροβολώ] …   Dictionary of Greek

  • ροβολάω — (σπάν. ροβολώ), ροβόλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”